- ορεσειπάθεια ή νόσος των ορειβατών
- (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που μπορεί να εμφανιστεί στον άνθρωπο σε υψόμετρο 3.000-5.000 μ. ή σε αντίστοιχες βαρομετρικές υποπιέσεις. Η νόσος των ορέων οφείλεται στην ελάττωση της τάσης του οξυγόνου, η οποία προκαλεί μια κατάσταση ανοξαιμίας. Εκδηλώνεται με ταχύπνοια, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, γενική αδιαθεσία, εμετούς, ιλίγγους, πνευματική άμβλυνση και, στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, με ψυχοκινητική διέγερση, παραλήρημα, απώλεια της συνείδησης, κώμα και θάνατο. Αυτή η παθολογική κατάσταση προσβάλλει συνήθως άτομα που δεν έχουν συνηθίσει σε μεγάλα υψόμετρα και εκείνους που πάσχουν από νοσήματα του αναπνευστικού ή του κυκλοφοριακού συστήματος ή από αναιμία· συνιστάται να αποφεύγεται το υψόμετρο που προαναφέρθηκε από εγκύους μετά τον 8o μήνα της κύησης και από επιληπτικούς. Η κόπωση αποτελεί παράγοντα ευνοϊκό για την εκδήλωση της συμπτωματολογίας αυτής. Τα πρώτα θεραπευτικά μέτρα σε περίπτωση νόσου των ορέων είναι η επιστροφή σε χαμηλότερο ύψος και η ακινησία του πάσχοντα.
Dictionary of Greek. 2013.